πομπικά

πομπικά
πομπικός
of
neut nom/voc/acc pl
πομπικά̱ , πομπικός
of
fem nom/voc/acc dual
πομπικά̱ , πομπικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πομπικός — ή, ό / πομπικός, όν, ΝΜΑ [πομπή] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε πομπή αρχ. 1. (για ύφος λόγου) εντυπωσιακός 2. μτφ. πομπώδης, πολυτελής, επιδεικτικός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πομπικά είδος ρητορικού λόγου. επίρρ... πομπικώς/… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”